Πίνακας Στόχευσης Μέτρων

Επίπεδο Κινδύνου

Κριτήρια / Ενδείκτες

Προτεινόμενα Μέτρα

Σχόλιο

Χαμηλός

- Μεγάλοι πληθυσμοί

- Χαμηλή γεωγραφική ανάλυση (π.χ. νομός)

-Χαμηλή χρονική ανάλυση (έτος/μήνας)

- Καμία σπάνια τιμή

- Integrity checks (hashes, signatures)

- Versioning & changelog

- Monitoring πρόσβασης API

Επαρκούν βασικά μέτρα διαφάνειας και ασφάλειας. Δεν απαιτείται ανωνυμοποίηση.

Μεσαίος

- Παρουσία μικρών κελιών (π.χ. 3–5)

- Γεωγραφική ανάλυση σε επίπεδο δήμου

- Χρονική ανάλυση ημέρας/ώρας

- Ορισμένες σπάνιες τιμές

- Suppression μικρών κελιών

- Aggregation (π.χ. ηλικίες σε εύρη)

- Έγκριση πριν τη δημοσίευση από Επιτροπή Διακυβέρνησης Δεδομένων (πχ. DPO, Υπεύθυνος Ασφάλειας Πληροφοριών, Νομική Υπηρεσία, Data Owners)

- Δευτερογενές suppression όπου χρειάζεται

Απαιτείται επιπλέον επεξεργασία και έλεγχος για αποτροπή έμμεσης ταυτοποίησης.

Υψηλός

- Πολύ μικροί πληθυσμοί (<3)

- Υψηλή γεωγραφική ανάλυση (οδός/τετράγωνο)

- Υψηλή χρονική ανάλυση (λεπτό/δευτερόλεπτο)

- Υψηλός κίνδυνος mosaic effect

- Σπάνιες/μοναδικές τιμές

- Ισχυρές τεχνικές ανωνυμοποίησης (k-anonymity + l-diversity + t-closeness)

- Differential privacy για μεγάλα datasets

- Data minimisation (διατήρηση μόνο αναγκαίων πεδίων)

- Υποχρεωτική DPIA & τεκμηρίωση residual risk

- Έγκριση από Επιτροπή Διακυβέρνησης Δεδομένων (πχ. DPO, Υπεύθυνος Ασφάλειας Πληροφοριών, Νομική Υπηρεσία, Data Owners)

Η διάθεση επιτρέπεται μόνο αν ο κίνδυνος μειωθεί σε αποδεκτά επίπεδα. Διαφορετικά: restricted access ή καθόλου διάθεση.

1. Σύνδεση με διεθνή πρότυπα

Η διαμόρφωση πολιτικών ασφάλειας πρέπει να βασίζεται σε αναγνωρισμένα πρότυπα. Το ISO/IEC 27001 (σύστημα διαχείρισης ασφάλειας πληροφοριών) και το ISO/IEC 27701 (προστασία προσωπικών δεδομένων) παρέχουν πλαίσιο για τον καθορισμό απαιτήσεων, ελέγχων και συνεχούς βελτίωσης. Για τα μεταδεδομένα, το DCAT-AP (Data Catalog Application Profile) της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζει διαλειτουργικότητα και ομοιομορφία. Ένας φορέας που υιοθετεί αυτά τα πρότυπα μπορεί πιο εύκολα να αποδείξει σε εποπτικές αρχές ότι έλαβε τα δέοντα μέτρα.

2. Εσωτερικοί έλεγχοι (audits)

Οι εσωτερικοί έλεγχοι αποτελούν την πρακτική εφαρμογή της λογοδοσίας. Ένας φορέας οφείλει να πραγματοποιεί περιοδικά audits για να ελέγχει:

  • Την ποιότητα των δεδομένων που δημοσιεύει.

  • Τη συμμόρφωση με τα πρωτόκολλα ανωνυμοποίησης.

  • Τη σωστή εφαρμογή των αδειών χρήσης.

  • Την ύπαρξη μηχανισμών παρακολούθησης της χρήσης των δεδομένων (π.χ. API logs). Οι έλεγχοι πρέπει να τεκμηριώνονται, ώστε να υπάρχει ιστορικό που να μπορεί να παρουσιαστεί σε περίπτωση ελέγχου από την ΑΠΔΠΧ ή άλλο αρμόδιο όργανο.

4. Incident Response Plan (Σχέδιο Αντιμετώπισης Περιστατικών) Καμία πολιτική δεν είναι αλάνθαστη. Γι’ αυτό οι φορείς οφείλουν να έχουν σχέδιο αντιμετώπισης περιστατικών. Αν για παράδειγμα διαπιστωθεί ότι ένα δημοσιευμένο dataset περιέχει προσωπικά δεδομένα, πρέπει να υπάρχει σαφής διαδικασία:

  • Άμεση απόσυρση του dataset.

  • Ενημέρωση του DPO και της διοίκησης.

  • Ειδοποίηση της ΑΠΔΠΧ εντός 72 ωρών, όπως ορίζει το άρθρο 33 GDPR.

  • Ενημέρωση των πολιτών που θίγονται, αν το περιστατικό ενέχει υψηλό κίνδυνο.

3. Κουλτούρα ασφάλειας

Οι πολιτικές και οι έλεγχοι δεν αρκούν χωρίς κουλτούρα ασφάλειας. Η εκπαίδευση προσωπικού είναι κρίσιμη: κάθε υπάλληλος που εμπλέκεται στη διαχείριση δεδομένων πρέπει να κατανοεί βασικές έννοιες (προσωπικό δεδομένο, ανωνυμοποίηση, άδεια χρήσης). Τακτικά σεμινάρια και οδηγίες ενδυναμώνουν το προσωπικό και μειώνουν τις πιθανότητες ανθρώπινου λάθους.

Συμπέρασμα

Οι πολιτικές ασφάλειας και οι εσωτερικοί έλεγχοι είναι η «ασπίδα» που προστατεύει τους φορείς από νομικούς κινδύνους και διασφαλίζει την αξιοπιστία της στρατηγικής ανοικτών δεδομένων. Χωρίς αυτά, ακόμη και οι καλύτερες προθέσεις μπορούν να καταλήξουν σε παραβιάσεις με βαρύ κόστος. Με αυτά, η διάθεση δεδομένων γίνεται προβλέψιμη, διαφανής και αξιόπιστη.

Διεθνείς Κατευθυντήριες Οδηγίες και Standards για τα Ανοικτά Δεδομένα

Η πολιτική για τα ανοικτά δεδομένα δεν αναπτύσσεται σε κενό, διαμορφώνεται από διεθνείς οργανισμούς, ευρωπαϊκούς θεσμούς και διεθνή πρότυπα που παρέχουν κατευθύνσεις, ορισμούς και τεχνικές προδιαγραφές. Η συμμόρφωση με αυτές τις οδηγίες δεν είναι απλώς «καλή πρακτική» αλλά συχνά αναγκαία προϋπόθεση για χρηματοδοτήσεις, διεθνή συνεργασία και ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών και της αγοράς.

1. Ευρωπαϊκή Ένωση

Η ΕΕ έχει θεσπίσει ένα από τα πιο ολοκληρωμένα νομικά πλαίσια για ανοικτά δεδομένα. Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 για τα ανοικτά δεδομένα και την επαναχρησιμοποίηση πληροφοριών του δημόσιου τομέα (Open Data Directive) υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να διαθέτουν δεδομένα σε ανοικτές και μηχαναγνώσιμες μορφές και να τα συνοδεύουν με ανοικτές άδειες. Η οδηγία εισάγει την έννοια των High Value Datasets (HVDs), δηλαδή κατηγορίες δεδομένων με ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνία και την οικονομία (π.χ. γεωχωρικά, στατιστικά, περιβαλλοντικά, κινητικότητα). Τα κράτη-μέλη οφείλουν να τα διαθέτουν υποχρεωτικά και με API για άμεση επαναχρησιμοποίηση. Επιπλέον, η Οδηγία INSPIRE (2007/2/ΕΚ) για γεωχωρικά δεδομένα δημιούργησε πρότυπα διαλειτουργικότητας στον τομέα περιβάλλοντος. Η εφαρμογή της στην Ελλάδα (μέσω ΥΠΕΝ) δείχνει την αξία της ευρωπαϊκής εναρμόνισης.

2. Πρότυπα ISO και τεχνικές προδιαγραφές

Σε διεθνές επίπεδο, τα πρότυπα ISO παρέχουν θεμέλιο για τη διαχείριση ασφάλειας και ιδιωτικότητας. Το ISO/IEC 27001 (ασφάλεια πληροφοριών) και το ISO/IEC 27701 (privacy management) είναι καίρια για τους φορείς που θέλουν να αποδείξουν συμμόρφωση και λογοδοσία. Επιπλέον, το DCAT-AP (Data Catalog Application Profile) που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ΕΕ, επιβάλλει ενιαία μορφή για τα μεταδεδομένα, ώστε να διευκολύνεται η αναζήτηση και η διαλειτουργικότητα μεταξύ εθνικών πυλών δεδομένων. Έτσι, ένας πολίτης ή ερευνητής μπορεί να βρει ομοιογενείς καταλόγους από διαφορετικές χώρες.

Συμπέρασμα

Η υιοθέτηση διεθνών κατευθυντήριων γραμμών και προτύπων δεν είναι μόνο θέμα συμμόρφωσης αλλά και στρατηγικής επιλογής. Οι φορείς που ακολουθούν τα πρότυπα του της ΕΕ και του ISO ενισχύουν την αξιοπιστία τους, διευκολύνουν τη διεθνή συνεργασία και παρέχουν στους πολίτες δεδομένα με ασφάλεια και ποιότητα.

Βέλτιστες Πρακτικές για Δημόσιους Φορείς στη Διάθεση Ανοικτών Δεδομένων

Η υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών από τους δημόσιους φορείς δεν είναι πολυτέλεια, είναι αναγκαιότητα ώστε να διασφαλίζεται ότι η διάθεση ανοικτών δεδομένων γίνεται με τρόπο νόμιμο, ασφαλή και βιώσιμο. Οι πρακτικές αυτές λειτουργούν σαν «οδικός χάρτης» που συνδυάζει νομική συμμόρφωση, τεχνική επάρκεια και οργανωτική υπευθυνότητα.

1. Στρατηγικός σχεδιασμός και δέσμευση διοίκησης Κάθε φορέας πρέπει να έχει ενσωματωμένη στη στρατηγική του την πολιτική ανοικτών δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι η ηγεσία (υπουργός, διοικητής, διευθυντής) πρέπει να δίνει ρητή κατεύθυνση, να εξασφαλίζει πόρους και να καθιστά σαφές ότι τα open data δεν είναι «παράπλευρη δραστηριότητα», αλλά κρίσιμος άξονας διαφάνειας και καινοτομίας. Ο στρατηγικός σχεδιασμός πρέπει να ορίζει προτεραιότητες (π.χ. high value datasets), χρονοδιαγράμματα, μηχανισμούς παρακολούθησης και αξιολόγησης.

2. Νομική συμμόρφωση και διαχείριση κινδύνου Πριν από κάθε διάθεση, ο φορέας οφείλει να διενεργεί συστηματικό νομικό έλεγχο:

  • Εφαρμογή του GDPR, με ιδιαίτερη προσοχή σε ευαίσθητα δεδομένα.

  • Έλεγχο πνευματικών δικαιωμάτων (Ν. 2121/1993, οδηγίες ΕΕ).

  • Σεβασμό εμπορικών απορρήτων και συμβατικών περιορισμών.

  • Εκτίμηση Αντικτύπου (DPIA) όπου απαιτείται. Αυτός ο έλεγχος πρέπει να είναι τεκμηριωμένος, ώστε να αποδεικνύεται η λογοδοσία σε ενδεχόμενο έλεγχο από την ΑΠΔΠΧ ή άλλο όργανο.

3. Τεχνικές και οργανωτικές πρακτικές Η ποιότητα και η ασφάλεια των δεδομένων εξαρτώνται από τεχνικά μέτρα:

  • Χρήση ανοικτών και μηχαναγνώσιμων μορφών (CSV, JSON, RDF).

  • Τυποποίηση μεταδεδομένων με βάση DCAT-AP.

  • Εφαρμογή ισχυρών μεθόδων ανωνυμοποίησης (k-anonymity, l-diversity, differential privacy).

  • Διαβαθμίσεις πρόσβασης: σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου, controlled access αντί πλήρως ανοικτής διάθεσης.

  • Εσωτερικοί έλεγχοι και περιοδικά audits. Παράλληλα, απαιτείται οργανωτική δομή: ενδυνάμωση του DPO, δημιουργία διυπηρεσιακών ομάδων open data.

4. Εμπλοκή της κοινωνίας και των χρηστών Η πολιτική ανοικτών δεδομένων δεν είναι μονόδρομος, πρέπει να συνδιαμορφώνεται με τους πολίτες και την αγορά. Οι βέλτιστες πρακτικές περιλαμβάνουν:

  • Διαβουλεύσεις για το ποια datasets έχουν προτεραιότητα.

  • Μηχανισμούς feedback ώστε οι χρήστες να αναφέρουν προβλήματα ποιότητας ή ανάγκες για νέες κατηγορίες δεδομένων. Έτσι δημιουργείται ένας κύκλος βελτίωσης που καθιστά τα δεδομένα πραγματικά χρήσιμα.

5. Συνεχής βελτίωση και διαφάνεια Οι βέλτιστες πρακτικές δεν σταματούν στη δημοσίευση ενός dataset. Απαιτείται συνεχής ενημέρωση, τακτική επικαιροποίηση, σαφείς όροι χρήσης (π.χ. Creative Commons), αλλά και διαφάνεια για τα μέτρα που έχουν ληφθεί (π.χ. μεθοδολογία ανωνυμοποίησης). Οι φορείς που δημοσιεύουν μαζί με τα δεδομένα και την «τεχνική αναφορά» των μέτρων συμμόρφωσης ενισχύουν την εμπιστοσύνη.

6. Ευθυγράμμιση με διεθνή standards Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/1024 και των προτύπων ISO (27001, 27701) εξασφαλίζει ότι ο φορέας δεν λειτουργεί απομονωμένα αλλά σε εναρμόνιση με το διεθνές πλαίσιο. Έτσι διευκολύνονται οι διακρατικές συνεργασίες.

Συμπέρασμα

Οι βέλτιστες πρακτικές δεν είναι θεωρητικές προτάσεις αλλά λειτουργικές προϋποθέσεις. Μόνο αν οι φορείς τις υιοθετήσουν μπορούν να ελπίζουν σε πολιτική ανοικτών δεδομένων που να είναι βιώσιμη, κοινωνικά χρήσιμη και νομικά ασφαλής. Η τήρηση αυτών των πρακτικών μειώνει τους κινδύνους, αυξάνει την εμπιστοσύνη και καθιστά τα ανοικτά δεδομένα μοχλό διαφάνειας και ανάπτυξης.

Συμπεράσματα και Στρατηγικές Κατευθύνσεις για τη Διαχείριση Νομικών Κινδύνων στα Ανοικτά Δεδομένα

Η ανάλυση των προηγούμενων ενοτήτων καταδεικνύει ότι η διάθεση ανοικτών δεδομένων δεν είναι απλή τεχνική διαδικασία, αλλά μια σύνθετη νομική και οργανωτική πρόκληση. Οι φορείς καλούνται να κινηθούν σε ένα πλαίσιο όπου η καινοτομία και η διαφάνεια συνδυάζονται με την αυστηρή προστασία της ιδιωτικότητας και τον σεβασμό των δικαιωμάτων τρίτων. Το πρώτο βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι νομικοί κίνδυνοι είναι υπαρκτοί και σοβαροί: αφορούν τόσο την παραβίαση προσωπικών δεδομένων (GDPR), όσο και πνευματικά δικαιώματα, εμπορικά απόρρητα, συμβατικές δεσμεύσεις. Δεν υπάρχει dataset που να θεωρείται «αθώο» εκ των προτέρων.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η πρόβλεψη και η πρόληψη είναι πιο αποδοτικές από την αντίδραση εκ των υστέρων. Η λογική του «compliance by design» πρέπει να διαπερνά κάθε στάδιο: από τη συλλογή, την αποθήκευση, τη διάθεση, μέχρι την επαναχρησιμοποίηση. Οι φορείς που επενδύουν στην πρόληψη προστατεύουν τον εαυτό τους από πρόστιμα και απώλεια κύρους, ενώ ταυτόχρονα προσφέρουν στους πολίτες ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης.

Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι η υιοθέτηση διεθνών προτύπων και κατευθυντήριων οδηγιών δεν είναι πολυτέλεια αλλά απαραίτητη προϋπόθεση. Η ΕΕ και τα πρότυπα ISO παρέχουν πλαίσιο για διαλειτουργικότητα, συγκρισιμότητα και ασφάλεια. Ένας ελληνικός φορέας που τα εφαρμόζει ενισχύει την αξιοπιστία του και αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα σε επίπεδο ευρωπαϊκών συνεργασιών.

Ωστόσο, τα νομικά εργαλεία από μόνα τους δεν αρκούν. Χρειάζεται οργανωτική κουλτούρα ασφάλειας και διαφάνειας. Αυτό σημαίνει εκπαίδευση προσωπικού, ουσιαστική συμμετοχή του DPO, και θεσμοθέτηση εσωτερικών ελέγχων. Οι πολιτικές ασφάλειας και τα audits δεν είναι γραφειοκρατικές ασκήσεις, αλλά μηχανισμοί που προστατεύουν τον φορέα και τον πολίτη.

Σε στρατηγικό επίπεδο, η Ελλάδα καλείται να εδραιώσει μια κουλτούρα «open by default, secure by design». Δηλαδή, τα δεδομένα να θεωρούνται εκ προοιμίου ανοικτά, αλλά η διαδικασία διάθεσης να περνάει πάντα από φίλτρο ασφάλειας και νομικής συμμόρφωσης. Οι στρατηγικές κατευθύνσεις που προκύπτουν είναι οι εξής:

  1. Θεσμική δέσμευση: σαφείς κατευθύνσεις από την πολιτική ηγεσία υπέρ των ανοικτών δεδομένων.

  2. Ενίσχυση υποδομών: ανάπτυξη τεχνικών λύσεων (APIs, καταλόγων, συστημάτων ανωνυμοποίησης) που μειώνουν τον κίνδυνο.

  3. Εκπαίδευση και κουλτούρα: συνεχής επιμόρφωση υπαλλήλων και δημιουργία κουλτούρας ασφάλειας.

  4. Συνεργασία με την κοινωνία: εμπλοκή πολιτών, επιστημόνων και επιχειρήσεων στη διαμόρφωση προτεραιοτήτων.

  5. Συνεχής αξιολόγηση: θεσμοθέτηση τακτικών ελέγχων και αναθεώρησης πολιτικών.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι τα ανοικτά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης, διαφάνειας και καινοτομίας μόνο αν διατίθενται με νομική υπευθυνότητα. Η προστασία της ιδιωτικότητας και ο σεβασμός δικαιωμάτων δεν είναι εμπόδια αλλά προϋποθέσεις. Η συνεπής εφαρμογή των αρχών του GDPR, των διεθνών προτύπων και των βέλτιστων πρακτικών εγγυάται ότι τα ανοικτά δεδομένα θα είναι εργαλείο εμπιστοσύνης και προόδου, και όχι πηγή νομικών κινδύνων.

Last updated